αποστοιβάζω

αποστοιβάζω
1. στοιβάζω εντελώς συμπιέζω
2. αποχωρίζω τα στοιβαγμένα
3. ξεφορτώνω στο λιμάνι το φορτίο πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”